- σαπρότης
σαπρότης, ητος, ἡ, Fäulniß, Gestank durch Fäulniß, der Zustand eines faulen od. sonst verdorbenen zerrütteten Körpers; εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης, Plat. Rep. X, 609 e; ξύλων, faules Holz, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπρότης, ητος, ἡ, Fäulniß, Gestank durch Fäulniß, der Zustand eines faulen od. sonst verdorbenen zerrütteten Körpers; εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης, Plat. Rep. X, 609 e; ξύλων, faules Holz, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπρότης — rottenness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρότητα — σαπρότης rottenness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρότητι — σαπρότης rottenness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρότητος — σαπρότης rottenness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιότητα — η (Α παλαιότης [παλαιός]) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού παλαιού, ο απηρχαιωμένος χαρακτήρας («εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης εἴτε ἡτισοῡν οὖσα», Πλατ.) αρχ. 1. πάλιωμα, μπαγιάτεμα («παλαιότης ἄρτου», Δίων Κάσα) 2. η γεροντική ηλικία … Dictionary of Greek
σαπρότητα — η / σαπρότης, ητος, ΝΑ [σαπρός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού σαπρού, σήψη, σαπίλα νεοελλ. μτφ. ηθικός ξεπεσμός, διαφθορά, εξαχρείωση … Dictionary of Greek