σύν-θᾱκος

σύν-θᾱκος

σύν-θᾱκος, mit, zugleich, beisammen oder dabei sitzend, Beisitzer, Gefährte; ἔστι γὰρ καὶ Ζηνὶ σύνϑακος ϑρόνων Αἰδὼς ἐπ' ἔργοις πᾶσι, Soph. O. C. 1269; Eur. Or. 1637.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύνθωκος — και σύνθακος, ον, ΜΑ 1. παρακαθήμενος, συγκάθεδρος* 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνθωκος το κάθισμα, η έδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θῶκος / θᾶκος «έδρα, κάθισμα»] …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”