- σύν-θωκος
σύν-θωκος, = σύνϑακος, Oenom. Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-θωκος, = σύνϑακος, Oenom. Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύνθωκος — και σύνθακος, ον, ΜΑ 1. παρακαθήμενος, συγκάθεδρος* 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνθωκος το κάθισμα, η έδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θῶκος / θᾶκος «έδρα, κάθισμα»] … Dictionary of Greek