σύν-αθλος

σύν-αθλος

σύν-αθλος, mitkämpfend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύναθλος — ὁ, Μ συναθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἆθλος / ἆθλον «αγώνας»] …   Dictionary of Greek

  • συνάεθλος — ον, Α συναγωνιστής, συναθλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄεθλος, επικός τ. αντί ἆθλος] …   Dictionary of Greek

  • συναθλώ — συναθλῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μέσ. συναθλούμαι, έομαι αθλούμαι μαζί με άλλον μσν. αρχ. μετέχω στον ίδιο αγώνα με κάποιον, συναγωνίζομαι («μιᾷ ψυχῇ συναθλοῡντες τῇ πίστει τοῡ Εὐαγγελίου», ΚΔ) αρχ. παθ. εντυπώνομαι κάτι με πρακτική άσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”