σύν-αλμος, mit Salzlake, gesalzen, λοπάδες Machon. bei Ath. XIII, 580 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύφαλμος — ον, Α ο κάπως αλμυρός, υφάλμυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αλμος (< ἅλμη), πρβλ. ἔφ αλμος, σύν αλμος] … Dictionary of Greek
σύναλμος — ον, Α αυτός που είναι μαζί με άλλον μέσα σε άλμη, ο αλμυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλμος (< ἅλμη), πρβλ. ύφ αλμος] … Dictionary of Greek