προς-μαλάσσω

προς-μαλάσσω

προς-μαλάσσω, noch mehr erweichen (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… …   Dictionary of Greek

  • δέφω — (AM δέφω) νεοελλ. κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι, χειρομαλάσσω 2. μαλάσσω το αιδοίο, αυνανίζομαι («ἀλλ οὐδεμίαν ἄλλην ἑταίραν εἶδέ τις αὐτῶν, ἑαυτοὺς δ ἔδεφον ἐνιαυτοὺς δέκα») 3. μέσ. δέφομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”