- σύν-νους
σύν-νους, zsgz. = σύννοος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-νους, zsgz. = σύννοος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύνους — θηλύνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει γυναικεία μυαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + νους (< νους), πρβλ. βραδύ νονς, σύν νους] … Dictionary of Greek
σύννους — ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, οον, Α 1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος 2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος αρχ. γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῡτα δ εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
υπέρνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπέρνοος, οον, ΜΑ αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής ανθρώπινης νόησης, ασύλληπτος με τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νους / νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. σύν νους / νοος] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… … Wikipedia
ARSENIUS — I. ARSENIUS Monachus primo, postea Patriarcha Constantinopolitan. sub Theodoro Lascare Iuniore Synopsin Canonum, ex Concilii et Patribus in Concilio Trullano approbatis, collegit, circa A. C. 1255. in qua, accuratâ methodô, universam Canonicae… … Hofmann J. Lexicon universale
ευαφής — εὐαφής, ές (ΑΜ) 1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.) 2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα 3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῡς»,… … Dictionary of Greek