- σύν-δηλος
σύν-δηλος, ganz deutlich, offenbar; Arist. poet. 7, 12; Plut. Pyrrh. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-δηλος, ganz deutlich, offenbar; Arist. poet. 7, 12; Plut. Pyrrh. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύνδηλος — ον, Α εντελώς φανερός, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δῆλος «φανερός» (πρβλ. κατά δηλος)] … Dictionary of Greek
συντερατεύομαι — Μ τερατολογώ από κοινού, διηγούμαι τερατώδη πράγματα μαζί με άλλους («Ἀρριανὸς... φησὶν ὅτι Δῆλος ἡ πάλαι πλωτὴ οὖσα... καὶ ἄλλοι συντερατευόμενοι αὐτῷ φασι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τερατεύομαι «διηγούμαι αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ»… … Dictionary of Greek