σύν-δορπος

σύν-δορπος

σύν-δορπος, = σύνδειπνος, Lycophr. 135.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κητόδορπος — κητόδορπος, ον (Α) αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» η συμφορά τού να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τόν φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινό… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”