- σύν-δειπνον
σύν-δειπνον, τό, gemeinschaftliches (Abend-) Essen; Plat. Conv. 172 b; Dem. bei Poll. 6, 101; Plut. Cat. min. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-δειπνον, τό, gemeinschaftliches (Abend-) Essen; Plat. Conv. 172 b; Dem. bei Poll. 6, 101; Plut. Cat. min. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάδειπνον — κατάδειπνον, τὸ (Α) δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δειπνον (< δεῖπνον), πρβλ. επί δειπνον, σύν δειπνον] … Dictionary of Greek
σύνδειπνον — τὸ, Α κοινό δείπνο ή συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δεῖπνον (πρβλ. κατά δειπνον)] … Dictionary of Greek
μενοεικής — μενοεικής, ές (Α) 1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.) 2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
σύνδειπνος — η, ο / σύνδειπνος, ον, ΝΜΑ, και σύδειπνος, η, ο, Ν αυτός που παρακάθεται σε δείπνο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας αρχ. 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Σύνδειπνοι τίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλέους 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι… … Dictionary of Greek