- σύν-δερμος
σύν-δερμος, vom gemeinschaftlichen Fell, Tzetz. ad Lycophr 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-δερμος, vom gemeinschaftlichen Fell, Tzetz. ad Lycophr 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύνδερμον — τὸ, Μ κοινό δέρμα, δέρμα που ανήκει σε πολλούς ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. ἄ δερμος] … Dictionary of Greek