προς-μνημονεύω

προς-μνημονεύω

προς-μνημονεύω, noch dazu erwähnen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παραφέρω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν νεοελλ. βλ. παραφέρνω νεοελλ. αρχ. μέσ. παραφέρομαι εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι μσν. αρχ. επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ) αρχ. 1. (σχετικά με φαγητά και… …   Dictionary of Greek

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • παραμείβω — ΜΑ (ενεργ. και μέσ.) (για ποταμό) περνώ ή ρέω κοντά σε κάποιον τόπο («παραμειβόμενος δὲ τούτοις καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην», Ηρόδ.) αρχ. 1. αλλάζω τη θέση δύο αντικειμένων 2. μεταβάλλω κάτι εντελώς 3. (το μέσ.) παραμείβομαι αφήνω έναν τόπο κατά… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • αντιβάλλω — (AM ἀντιβάλλω) 1. βάλλω εναντίον αυτού που βάλλει εναντίον μου, ανταποδίδω τη βολή 2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα 3. αναφέρω, μνημονεύω νεοελλ. τραβώ ένα πανί από τη σκότα προς την προσήνεμη πλευρά του πλοίου, τραβερσάρω αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • μυθούμαι — (I) μυθοῡμαι, έομαι (Α) [μύθος] 1. λέγω, ομιλώ 2. διηγούμαι 3. εκφωνώ 4. κάνω λόγο για κάποιον, συζητώ για κάποιον 5. προφέρω 6. καλώ κάποιον με το όνομά του, μνημονεύω («πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον… …   Dictionary of Greek

  • προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”