- σύν-νυμφος
σύν-νυμφος, mit vermählt, E. M., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύν-νυμφος, mit vermählt, E. M., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύμφος — νύμφος, ὁ (Α) [νύμφη] 1. συν. στον πληθ. οἱ νύμφοι τάξη νεανίσκων που υπηρετούσαν στην αυλή τού Ιέρωνος, τυράννου τής Σικελίας 2. βαθμός μύησης στα μυστήρια τού Μίθρα … Dictionary of Greek
σύννυμφος — ἡ, ΜΑ συνυφάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. παρά νυμφος] … Dictionary of Greek
μελλόνυμφος — η, ο, θηλ. και ος (ΑM μελλόνυμφος, ον, θηλ. και μελλονύμφη) (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα αρχ. (για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ… … Dictionary of Greek
μονόνυμφος — μονόνυμφος, ον (Α) (συν. στο θηλ.) αυτή που παντρεύτηκε μόνο μία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ, μελλό νυμφος] … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek