- σύγ-κολλος
σύγ-κολλος, (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῠτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως ἐμοί, Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 (App. 117).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύγ-κολλος, (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῠτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως ἐμοί, Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 (App. 117).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτίκολλος — ον, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος, σύγ κολλος] … Dictionary of Greek