- σύγ-κοινος
σύγ-κοινος, gemeinsam, Aeschyl. bei Plut. de Ει ap. Delph. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύγ-κοινος, gemeinsam, Aeschyl. bei Plut. de Ει ap. Delph. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινογενής — κοινογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γενής (< γένος), πρβλ. παγ γενής, συγ γενής] … Dictionary of Greek