σύγ-χωρος

σύγ-χωρος

σύγ-χωρος, angränzend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοχώρητος — θεοχώρητος, ον (AM) αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χώρητος (< χωρώ + χώρος), πρβλ. α δια χώρητος, α συγ χώρητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”