σύγ-χρονος

σύγ-χρονος

σύγ-χρονος, gleichzeitig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • υπέρχρονος — ον, ΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τον χρόνο, αιώνιος («ἦν τις πρεσβυτέρα τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως κατάστασις... ἡ ὑπέρχρονος», Βασ.) 2. προγενέστερος, παλαιότερος («οὔτε χρόνῳ ὑποπίπτει τὸ θεῑον ἵνα ὑπέρχρονος ὁ πατὴρ γένηται τοῡ υἱοῡ», Επιφ.) …   Dictionary of Greek

  • υπόχρονος — ον, Μ ὑποχρόνιος*. επίρρ... ὑποχρόνως Μ υπό τον περιορισμό τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρόνος (πρβλ. σύγ χρονος, ὑπέρ χρονος] …   Dictionary of Greek

  • υπερχρονώ — έω, Α είμαι εκπρόθεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρονῶ (< χρόνος < χρόνος), πρβλ. συγ χρονῶ] …   Dictionary of Greek

  • υστεροχρονώ — έω, Α είμαι υστερόχρονος, μεταγενέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + χρονῶ (< χρόνος < χρόνος), πρβλ. συγ χρονῶ, ὑπερ χρονῶ] …   Dictionary of Greek

  • Синхрон — (от др. греч. σύγ   вместе и χρονος   время)  структурный элемент телевизионного репортажа, видеоматериал, содержащий фрагменты интервью участников освещаемого события. Иными словами, это изображение говорящего человека в кадре.… …   Википедия

  • πολυχρονίζω — ΝΜΑ, και πολυχρονάω Ν γίνομαι πολύχρονος, ζω πολύ, διαρκώ πολύ χρόνο νεοελλ. 1. (σε ευχή) παρατείνω τον χρόνο ζωής κάποιου, καθιστώ κάποιον πολύχρονο («η Παναγία να σέ πολυχρονίζει») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) πολυχρονισμένος και πολυχρονεμένος α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”