σύγ-χρως

σύγ-χρως

σύγ-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, Leib an Leib, σύγχρωτα, adv., Artemid. 1, 79; s. Lob. Phryn. 414.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προσχρώτα — Α επίρρ. σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρῶτα (< αιτ. χρῶτα τού χρώς, χρωτός «δέρμα, επιδερμίδα»), πρβλ. συγ χρῶτα] …   Dictionary of Greek

  • υπόχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπόχροος, ον, Μ ὑπόχροιος.* [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρους / χροός (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. σύγ χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”