- σύμ-ψυχος
σύμ-ψυχος, einmüthig, τινί; Polemo 2, 54; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύμ-ψυχος, einmüthig, τινί; Polemo 2, 54; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερπαγής — ές, Α 1. ο υπέρμετρα ψυχρός, παγερός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερπαγές υπερβολικό ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παγής (< θ. παγ τού πηγνύω/πήγνυμι), πρβλ. συμ παγής] … Dictionary of Greek