σύμ-φυτος

σύμ-φυτος

σύμ-φυτος, mitgewachsen, angeboren; ἀρετά, Pind. I. 3, 14; αἰών, Aesch. Ag. 107; verwandt, 148; Eur. Andr. 955; von Natur eigen, ἐπιϑυμία, Plat. Polit. 272 e; ἡδονὴν αὐτοῖς ξύμφυτον ἀπονέμοντες, Critia. 116 b, u. öfter; ξύμφυτος αὐτοῖς δειλία, Lys. 10, 28; – zusammengewachsen, zugewachsen, zugetheilt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάφυτος — η, ο (Α κατάφυτος, ον) (για τόπους) γεμάτος φυτά ή φυτείες, πυκνοφυτεμένος αρχ. φυτευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμ φυτος, σύμ φυτος] …   Dictionary of Greek

  • ευσύμφυτος — εὐσύμφυτος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που συμφύεται ή που αυξάνεται εύκολα μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύμ φυτος (< συμ φύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • θεοσύμφυτος — θεοσύμφυτος, ον (AM) ο ενωμένος με τον θεό («θεοσυμφύτοις εὐαγγελισταῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύμ φυτος (< συμφύομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”