- σύμ-πλεκτος
σύμ-πλεκτος, zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύμ-πλεκτος, zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπλεκτος — ο / πολύπλεκτος, ον, ΝΑ νεοελλ. κεφαλόποδο που έχει εκλείψει αρχ. ο πολύ πλεγμένος («πολύπλεκτοι σειραί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. σύμ πλεκτος] … Dictionary of Greek