- σύχνασμα
σύχνασμα, τό, das häufig Gethane, Poll. 6, 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύχνασμα, τό, das häufig Gethane, Poll. 6, 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύχνασμα — το, ΝΜΑ [συχνάζω] το να γίνεται συχνά νεοελλ. το να συχνάζει κανείς κάπου … Dictionary of Greek
σύχνασμα — το, ατος το να συχνάζει κάποιος κάπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συχνάσματα — σύχνασμα that which is done frequently neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)