- σύ-σκεμμα
σύ-σκεμμα, τό, gemeinschaftliche Ueberlegung, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύ-σκεμμα, τό, gemeinschaftliche Ueberlegung, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέμμα — subject for speculation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέμμα — ατος, τὸ, ΜΑ 1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῡ σκέμματος», Ιώσ.) 2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.) αρχ. 1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν… … Dictionary of Greek
σκέμμ' — σκέμμα , σκέμμα subject for speculation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεμμάτων — σκέμμα subject for speculation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέμμασι — σκέμμα subject for speculation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέμμασιν — σκέμμα subject for speculation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέμματα — σκέμμα subject for speculation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέμματι — σκέμμα subject for speculation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέμματος — σκέμμα subject for speculation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)