σύ-στοιχος

σύ-στοιχος

σύ-στοιχος, mit Andern zusammen, in derselben Reihe stehend, zu derselben Klasse, Ordnung gehörig; καὶ ὅμοια, Pol. 13, 8, 1; von demselben Geschlecht, Arist. oft, der z. B. top. 2, 9 τὰ δίκαια καὶ ὁ δίκαιος als σύστοιχος τῇ δικαιοσύνῃ bezeichnet, metaphys. 3, 2 u. s. das Vorige; er nennt unter den Elementen Luft und Feuer, wie Wasser und Erde σύστοιχα, dagegen Feuer und Wasser, Luft und Erde ἀντίστοιχα. Bei den Gramm. heißen die mit demselben Organ ausgesprochenen Buchstaben σύστοιχα, wie β, π, φ, dagegen die ihren Eigenschaften nach einander entsprechenden, wie π, κ, τ, ἀντίστοιχα, was, wie der Gebrauch des Arist. top. 2, 9, vgl. eth. Nicom. 1, 6, 7 u. metaph. 1, 5 (τὰς ἀρχὰς δέκα λέγουσιν εἶναι τὰς κατὰ συστοιχίαν λεγομένας



πέραςἄπειρον

περιττόνἄρτιον

ἕνπλῆϑος

δεξιόνἀριστερόν



κ. τ. λ.), aus dem Unter- und Nebeneinanderschreiben zu erklären ist:



β. γ. δ.

π. κ. τ.

φ. χ. ϑ.



Dies wechselseitige Verhältniß der Buchstaben heißt συστοιχία u. ἀντιστοιχία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοῖχος — row in an ascending series masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο σειρά: Παρατάχτηκαν σε τρεις στοίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοῖχοι — στοῖχος row in an ascending series masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοῖχον — στοῖχος row in an ascending series masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύστοιχος — η, ο / σύστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια τάξη με κάποιον άλλο, παράλληλος, ομοταγής («πῡρ καὶ γῆν καὶ τὰ σύστοιχα τούτων», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α) «σύστοιχοι πόδες» ή «σύστοιχα μέλη» (σχετικά με τετράποδα ή… …   Dictionary of Greek

  • ακία — Ο στοίχος στον βυζαντινό στρατό. Ονομαζόταν και λόχος ή κουντουβέρνιον. Το πεζικό παρατασσόταν σε όρδινα (ζυγούς), που συνήθως ήταν δεκαέξι. Τα όρδινα ήταν τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο, σε διάταξη φάλαγγας, και ο αριθμός τους ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αντίστοιχος — η, ο (Α ἀντίστοιχος, ον) νεοελλ. αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον 2. ίσος, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + στοιχος < στοίχος… …   Dictionary of Greek

  • λαφρόστοιχος — η, ο αυτός που παρασύρεται και ακολουθεί χωρίς σκέψη πότε τον έναν, πότε τον άλλο, αφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαφρός + στοιχος (< στείχω «πορεύομαι»), πρβλ. σύ στοιχος] …   Dictionary of Greek

  • μονόστοιχος — μονόστοιχος, ον (Α) (για το κριθάρι) αυτός που έχει μία μόνο σειρά κόκκων στο στάχυ («μονόστοιχος κριθή», Αθην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στοῖχος (πρβλ. ισό στοιχος)] …   Dictionary of Greek

  • νομαδόστοιχος — νομαδόστοιχος, ον (Α) αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό στοιχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”