στρέμμα — that which is twisted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέμμα — το, ΝΑ [στρέφω] νεοελλ. 1. μετρολ. μονάδα μέτρησης εκτάσεων γης ισοδύναμη με 1.000 τετραγωνικά μέτρα 2. φρ. «παλαιό στρέμμα» μονάδα επιφάνειας ίση με 1.270 τετραγωνικά μέτρα αρχ. 1. συνεστραμμένο κλώσμα, κλωστή («στυππίου στρέμμα», ΠΔ) 2. πίτα ή… … Dictionary of Greek
στρέμμα — το μέτρο επιφανείας 1.000 τ.μ.: Αγόρασε δέκαστρέμματα χωράφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρεμμάτων — στρέμμα that which is twisted neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέμμασι — στρέμμα that which is twisted neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέμμασιν — στρέμμα that which is twisted neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέμματα — στρέμμα that which is twisted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέμματος — στρέμμα that which is twisted neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεμματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρέμμα 2. φρ. «στρεμματικός φόρος» φόρος εισπραττόμενος κατά στρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρέμμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Dunam — Saltar a navegación, búsqueda El dunam, dönüm, dunum o donum es una unidad de superficie. No es una unidad del SI. Originalmente, un dönüm (del turco otomano ﺿﻨﻤﻕ / dönmek, vuelta) era la cantidad de tierra que un hombre podía arar en un día, lo… … Wikipedia Español
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek