- σύ-σπονδος
σύ-σπονδος, mit, zugleich das Trankopfer verrichtend, = συσπένδων, neben σύσσιτος, Aesch. 2, 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύ-σπονδος, mit, zugleich das Trankopfer verrichtend, = συσπένδων, neben σύσσιτος, Aesch. 2, 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίσπονδος — ἡμίσπονδος, ον (Α) αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος, υπό σπονδος] … Dictionary of Greek
σύσπονδος — ον, Α ομόσπονδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπονδος (< σπονδή < σπένδω), πρβλ. παρά σπονδος, υπό σπονδος] … Dictionary of Greek
φερέσπονδος — ον, ΜΑ αυτός που προσφέρει σπονδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + σπονδός (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος, φιλό σπονδος] … Dictionary of Greek
οινόσπονδος — οἰνόσπονδος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρεται με σπονδή οίνου («οἰνοσπονδοι θυσίαι», Πολυδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰνόσπονδα (ενν. ιερά) σπονδές που γίνονταν με οίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + σπονδος (< σπονδή), πρβ λ. φερέ σπονδος] … Dictionary of Greek
παράσπονδος — η, ο / παράσπονδος, ον, ΝΑ 1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες 2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος 3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών. επίρρ... παρασπόνδως Α κατά… … Dictionary of Greek
τρίσπονδος — ον, Α φρ. «τρίσπονδοι χοαί» τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί σπονδος] … Dictionary of Greek
τριτόσπονδος — ον, Α φρ. «τριτόσπονδος αἰών» η ζωή κάποιου που αξιώθηκε να τελέσει και την τρίτη σπονδή στον Δία, η πλήρης ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. φιλό σπονδος] … Dictionary of Greek
υδρόσπονδα — τὰ, Α (ενν. ἱερά) σπονδή με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. οἰνό σπονδος] … Dictionary of Greek
υπέρσπονδος — ον, Α αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, παράσπονδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος] … Dictionary of Greek
υπόσπονδος — η, ο / ὑπόσπονδος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» δίνω [ή μεταφέρω] τους… … Dictionary of Greek
φιλόσπονδος — ον, Α αυτός που χρησιμοποιείται σε σπονδές («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος] … Dictionary of Greek