σύρφαξ — σύρφᾱξ , σύρφαξ masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρφαξ — Τύραννος της Εφέσου. Εξαιτίας της φιλοπερσικής πολιτικής του και των αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης που χρησιμοποίησε, έγινε μισητός στον λαό του. Όταν το 334 π.Χ. έφτασε στην Έφεσο ο Μ. Αλέξανδρος, οι Εφέσιοι συνέλαβαν τον Σ. και τον θανάτωσαν … Dictionary of Greek
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
συρφάκων — συρφά̱κων , σύρφαξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρφακα — σύρφᾱκα , σύρφαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρφακας — σύρφᾱκας , σύρφαξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρφακες — σύρφᾱκες , σύρφαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρφακι — σύρφᾱκι , σύρφαξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρφακος — σύρφᾱκος , σύρφαξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρφαξι — σύρφᾱξι , σύρφαξ masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)