- σόγκος
σόγκος, = σόγχος, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σόγκος, = σόγχος, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σόγκος — soncus niger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόγκος — ὁ, Α βλ. σόγχος … Dictionary of Greek
σόγκοις — σόγκος soncus niger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόγκου — σόγκος soncus niger masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόγκους — σόγκος soncus niger masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σογχώδης — και σογκώδης, ῶδές, Α [σόγχος / σόγκος] αυτός που μοιάζει με το φυτό σόγχο … Dictionary of Greek
σόγχος — ο, ΝΑ, και σόγκος Α, και σόχος Ν γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα, ένα είδος τού οποίου είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως ζοχός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ՍՈՒՆԿ — (սընկոյ.) NBH 2 0732 Chronological Sequence: Unknown date, 12c, 13c գ. ՍՈՒՆԿ ՍՈՒՆԿՆ. որ եւ ՍՈՒՆԳ, ՍՈՒՆԳՆ. μύκη fungus βωλίτης bolatus, fungi genus. Բոյս վայրի կամ առ արմին ծառող՝ վրանաձեւ սպնգանման. ուտելի, եւ անուտելի. ... Գաղիան.: Բժշկարան.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)