σόφισμα

σόφισμα

σόφισμα, τό, alles geschickt, sein, klug, listig Erfundene, kluger, listiger Gedanke; ἀρχαῖα σοφίσματα, Pind. Ol. 13, 17; ἀριϑμὸν έξοχον σοφισμάτων ἐξεῠρον αὐτοῖς, Aesch. Prom. 457; οὐκ ἔχω σόφισμ' ὅτῳ τῆς νῠν παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ, 468; μὲ κἀκχέω τὸ πᾶν σόφισμα, Soph. Phil. 14; Eur. oft, wie Ar. Nubb. 206 Ran. 17. 871; Her. 3, 85. 152; Plat. Conv. 214 a Rep. VI, 496 a; Thuc. 6, 77; von ausgesuchter Zubereitung der Speisen, Xen. Hier. 1, 23; σοφίσματα καὶ παραγραφάς, καὶ προφάσεις εὑρίσκουσιν ἀντὶ τοῠ ἀποδοῠναι, sie machen Ausreden, Winkelzüge, Dem. 35, 2, vgl. 25, 18; u. so bes. von verfänglichen Fragen und Redekünsteleien, deren sich die Sophisten zur Ueberredung und Täuschung zu bedienen pflegten, Sophisma, vgl. Arist. top. 8, 11 u. S. Emp. pyrrh. 2, 229 ff; Plut Alex. 74.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σόφισμα — acquired skill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… …   Dictionary of Greek

  • σόφισμα — το επιχείρημα που αντιβαίνει στον ορθό λόγο, αλλά εξωτερικά μοιάζει με λογικό κι έτσι μπορεί να εξαπατηθεί ο ακροατής: Προσπαθεί με σοφίσματα να στηρίξει την αλήθεια των απόψεών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σόφισμ' — σόφισμα , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Софизм — (σοφισμα, от σοφιξομαι хитро придумываю) преднамеренно ложный вывод в противоположность паралогизму (см.), непреднамеренно ложному выводу (см. Ошибки). Систематический анализ С. (σιλλογισμοι επιςτικοι) был дан впервые Аристотелем в его… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σοφισμάτων — σόφισμα acquired skill neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσμασι — σόφισμα acquired skill neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσμασιν — σόφισμα acquired skill neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσματα — σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσματι — σόφισμα acquired skill neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφίσματος — σόφισμα acquired skill neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”