σωληνίσκος

σωληνίσκος

σωληνίσκος, , dim. von σωλήν, Schol. Il. 18, 401.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σωληνίσκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωληνίσκος — ο, ΝΜΑ μικρός λεπτός σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • σωληνίσκου — σωληνίσκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωληνίσκους — σωληνίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • εναυσματοσωλήνας — ο (πυροβ.) ο σωληνίσκος που φέρει το έναυσμα και ο οποίος τοποθετείται μέσα στην κυλινδρική γόμωση τής τορπίλλης …   Dictionary of Greek

  • σωλήνιον — τὸ, Α [σωλήν, ῆνος] μικρός σωλήνας, σωληνίσκος …   Dictionary of Greek

  • φύσιγγα — η / φῡσιγξ, ιγγος, ΝΑ νεοελλ. (φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήση αρχ. 1. κύστη στο δέρμα ή …   Dictionary of Greek

  • χνόη — και ιων. τ. χνοίη, ἡ, Α 1. μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, μέσα στο οποίο εισέρχεται και περιστρέφεται ο άξονας, αλλ. χοινίκη 2. φρ. «χνόαι ποδῶν» οι αρθρώσεις τών ποδιών (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χνόη (< *χνοFη)… …   Dictionary of Greek

  • χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”