σωληνωτός

σωληνωτός

σωληνωτός, nach Art eines σωλήν, wie eine Rinne, Röhre gemacht (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σωληνωτός — ή, ό / σωληνωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει το σχήμα σωλήνα, που μοιάζει με σωλήνα νεοελλ. (για μηχανήματα) ο εφοδιασμένος με σωλήνες («σωληνωτοί ατμολέβητες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • σωληνωτός — ή, ό αυτός που έχει σωλήνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωληνωτοῖς — σωληνωτός like a masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθμοσωλήνας — ο βοτ. επιμήκης σωληνωτός αγωγός μεταφοράς οργανικών ουσιών από τα φύλλα, όπου αυτές συντίθενται, προς τα άλλα τμήματα τού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + σωλήνας] …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… …   Dictionary of Greek

  • σωληνικός — ή, όν Μ [σωλήν, ῆνος] σωληνωτός, σωληνώδης («λέβης σωληνικός», παπ.) …   Dictionary of Greek

  • καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… …   Dictionary of Greek

  • αυλωτός — ή, ό σωληνωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωληνωτάς — σωληνωτά̱ς , σωληνωτός like a fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”