σωμάτινος

σωμάτινος

σωμάτινος, körperlich, vom Körper, Gloss.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σωμάτινος — ίνη, ον, Α σωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐՄՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0229 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c ա. σαρκικός, σάρκινος, ἑνσάρκος , σωματικός, σωμάτινος, ἑνσώματος carnalis, carneus, corporalis, corporeus եւ incarnatus, corporatus Ունօղ զմարմին.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԱՐՄՆԵՂԷՆ — (ղինի, նաց.) NBH 2 0229 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c ա. σάρκινος carneus σωμάτινος corporeus. Մարմնային. մարմնական. մարմնաւոր. եւ Մսեղէն. *Սիրտ մարմնեղէն: Բազուկք մարմնեղէնք: Ի տախտակս սրտի մարմնեղէնս. Եզեկ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”