- σωδάριον
σωδάριον, τό, dasselbe was σουδάριον, Moeris p. 348.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωδάριον, τό, dasselbe was σουδάριον, Moeris p. 348.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωδάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωδάριον — τὸ, Α βλ. σουδάριον … Dictionary of Greek
SUDARIUM — linteum operimentum, apud Antiquos, capitis hominis demortui; memoratur Ioh. c. 11. v. 44. ubi de Lazaro a CHRISTO resuscitato, Tum qui fuer at mortuus, prodiit pedes et manus vinctus fasciis, vultus autem eius Sudariô erat obvinctus. Et Ioh. c.… … Hofmann J. Lexicon universale
σουδάρι(ο) — το / σουδάριον, ΝΜΑ, και σωδάριον Α 1. μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα 2. (κατά την εποχή τού Χριστού) πλατιά ταινία από λευκό ύφασμα με την οποία τύλιγαν το κεφάλι τού νεκρού νεοελλ. φρ. «λευκός σαν σουδάρι» πάρα πολύ ωχρός, κάτωχρος.… … Dictionary of Greek