- σωματο-φθόρος
σωματο-φθόρος, den Leib verderbend, Suid. v. σπάδων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωματο-φθόρος, den Leib verderbend, Suid. v. σπάδων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυματοφθόρος — κυματοφθόρος, ον (Α) αυτός που αφανίζει κάποιον ή κάτι στη θάλασσα, που φέρνει καταστροφή, φθορά στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + φθόρος (< φθορά), πρβλ. σωματο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
πολιτοφθόρος — ον, Α επιβλαβής στους πολίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. σωματο φθόρος] … Dictionary of Greek