σωματο-φύλαξ

σωματο-φύλαξ

σωματο-φύλαξ, ακος, ὁ, Leibwächter, Leibwache; Ar. An. 1, 6, 8; Hdn. 4, 13, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπλοφύλακας — ο (Α ὁπλοφύλαξ) ο υπεύθυνος για τη φύλαξη τών όπλων αρχ. προσωνυμία τού Ηρακλέους στη Σμύρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + φύλαξ (πρβλ. σωματο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • καιροφυλακώ — καιροφυλακῶ, έω (Α) φροντίζω, περιποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακώ (< φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημερο φυλακώ, σωματο φυλακώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”