σωματικός

σωματικός

σωματικός, leiblich, körperlich, zum Körper gehörig; οὐσία, Plat. Tim. Locr. 96 a; πάϑη, Arist. eth. 10, 3, 6; ῥώμη, δύναμις, Pol. 6, 5, 7. 8, 12, 9 u. öfter. – Adv., Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σωματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο σώμα: Έχει καλή σωματική διάπλαση. – Του έκαναν σωματική έρευνα. – Του προκάλεσαν σωματικές βλάβες. 2. υλικός: Υπέταξε τη σωματική φύση στην πνευματική και ηθική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωματικά — σωματικός of neut nom/voc/acc pl σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc/acc dual σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικώτερον — σωματικός of adverbial comp σωματικός of masc acc comp sg σωματικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικωτέραις — σωματικός of fem dat comp pl σωματικωτέρᾱͅς , σωματικός of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικωτέρων — σωματικός of fem gen comp pl σωματικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικῶν — σωματικός of fem gen pl σωματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικόν — σωματικός of masc acc sg σωματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικώτατα — σωματικός of adverbial superl σωματικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικώτατον — σωματικός of masc acc superl sg σωματικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”