σωμ-ασκία

σωμ-ασκία

σωμ-ασκία, , Leibesübung, bes. im Ringen; Plat. Phil. 30 b Legg. II, 674 b; Xen. Mem. 3, 9, 11; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξιφασκία — η (Α ξιφασκία) 1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους 2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους νεοελλ. ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”