- σωζό-πολις
σωζό-πολις, ὁ, ἡ, = σωσίπολις, Schol. Pind. Ol. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωζό-πολις, ὁ, ἡ, = σωσίπολις, Schol. Pind. Ol. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυξίπολις — όλεως, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει εκδιωχθεί από την πόλη, φυγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + πόλις (πρβλ. σωζό πολις)] … Dictionary of Greek