- σω-φρονητικός
σω-φρονητικός, ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σω-φρονητικός, ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρονητικός — ή, όν, ΜΑ [φρονῶ] 1. αυτός που υπερέχει στην φρόνηση 2. αυτός που γίνεται ύστερα από σκέψη … Dictionary of Greek
φρονητικοῦ — φρονητικός concerned with thought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονητικῆς — φρονητικός concerned with thought fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)