σωσί-πολις

σωσί-πολις

σωσί-πολις, ὁ, ἡ, die Stadt, den Staat rettend, erhaltend, Ai. Ach. 163.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταφλεξίπολις — καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α) μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., τού τύπου τερ ψίμβροτος < θ. καταφλεξ (πρβλ. κατα φλέξ ω, μέλλ. τού καταφλέγω) + πολις, ὁ, ἡ… …   Dictionary of Greek

  • σωζόπολις — οπόλεως, ὁ, ἡ, Α αυτός που σώζει τις πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω + πολις (< πόλις), πρβλ. σωσί πολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”