- σωστικός
σωστικός, was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωστικός, was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωστικός — able to save masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωστικός — ή, ό / σωστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σωτικός, ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, καταστροφή, θάνατο κάποιον ή κάτι (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν αμέσως» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν εἶναι», Αριστοτ.) 2. σωτήριος,… … Dictionary of Greek
σωστικός — ή, ό αυτός που σώζει, που διατηρεί, ο σωτήριος: Κάθε πλοίο έχει σωστικές λέμβους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωστικά — σωστικός able to save neut nom/voc/acc pl σωστικά̱ , σωστικός able to save fem nom/voc/acc dual σωστικά̱ , σωστικός able to save fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωστικῶν — σωστικός able to save fem gen pl σωστικός able to save masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωστικόν — σωστικός able to save masc acc sg σωστικός able to save neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωστικώτατον — σωστικός able to save masc acc superl sg σωστικός able to save neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωστικαί — σωστικός able to save fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωστικοῖς — σωστικός able to save masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωστικοί — σωστικός able to save masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωστικοῦ — σωστικός able to save masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)