- σωρῖτις
σωρῖτις, ιδος, ἡ, fem. von σωρίτης, bes. Beiwort der Demeter, die Haufen von Aehren, Getreide schenkt, Orph. H. 39, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωρῖτις, ιδος, ἡ, fem. von σωρίτης, bes. Beiwort der Demeter, die Haufen von Aehren, Getreide schenkt, Orph. H. 39, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σωρίτις — ίτιδος και Σωρεῑτις, είτιδος, ἡ, Α προσωνυμία τής Δήμητρος, που χάριζε σωρούς από σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + κατάλ. ῖτις (πρβλ. Μαχαν ῖτις)] … Dictionary of Greek
σωρῖτι — σωρῖτις Giver of heaps of corn fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρείτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. σωρῑτις … Dictionary of Greek