σωρηδόν

σωρηδόν

σωρηδόν, adv., haufenweise; Antipat. Sid. 47 (VII, 713); σωρηδὸν διεφϑείροντο, Pol. 1, 34, 5; Sp., wie Luc. Tim. 3; τῶν πυρῶν σωρηδὸν κεχυμένων, Poll. 1, 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σωρηδόν — by heaps indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρηδόν — ΝΜΑ επίρρ. (κυριολ. και μτφ.) σε σωρούς, σε μεγάλο αριθμό ώστε να σχηματίζεται σωρός (α. «θηκάρια σωρηδόν ερριμμένα», Κάλβ. β. «πῑπτον δ αὖ σωρηδὸν ἄλλοι ἐπ ἄλλω», Τζέτζ γ. «σωρηδὸν ἐκ χειρῶν νόμῳ διεφθείροντο», Πολ.) αρχ. μαθημ. με αριθμητική… …   Dictionary of Greek

  • χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… …   Dictionary of Greek

  • αλλεπάλληλος — η, ο (Α ἀλλεπάλληλος, ον) ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός αρχ. 1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον 3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως κατά σωρούς, σωρηδόν.… …   Dictionary of Greek

  • βαθμηδόν — (AM βαθμηδόν) επίρρ. βαθμιαία, εξελικτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + (επίρρ. κατάλ.) ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, σωρηδόν, ταυρηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • βουστροφηδόν — επίρρ. (Α) (για τον αρχαιότατο τρόπο γραφής από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς αριστερά διαδοχικά) κατά τον τρόπο με τον οποίο στρέφονται τα βόδια στο όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούστροφος + (επιρρ. κατάλ.) ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, βαθμηδόν,… …   Dictionary of Greek

  • επανωτός — και απανωτός, ή, ό (Μ ἐπανωτός και ἀπανωτός, ή, ό) 1. αυτός που βρίσκεται επάνω ή ακριβώς δίπλα στον άλλον, ο αλλεπάλληλος 2. χρον. ο ένας σε συνέχεια μετά τον άλλο, ο επάλληλος. επίρρ... επανωτά ή απανωτά α. σωρηδόν, σωριαστά, χύμα β. με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • κοσκινηδόν — (ΑM) επίρρ. με τον τρόπο που κοσκινίζει κάποιος («οἱ σεισμοὶ δὲ κοσκινηδὸν καὶ ἡ χιὼν σωρηδὸν καὶ ἡ χάλαζα πετρηδόν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βαθμ ηδόν, σωρ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”