σχίσμα

σχίσμα

σχίσμα, τό, das Gespaltene, der Spalt, z. B. des Hufes, Arist. H. A. 2, 1; übertr., Zwiespalt, lineinigkeit, Sp., wie N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχίσμα — cleft neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… …   Dictionary of Greek

  • Σχίσμα — Sp Schizmà Ap Σχίσμα/Schisma L Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • σχίσμα — το, ατος 1. ρωγμή, σχισμή. 2. διάσταση, διακοπή σχέσεων. 3. διάσπαση του χριστιανισμού σε ανατολική και δυτική Εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχισμάς — σχισμά̱ς , σχισμή cleft fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχισμάτων — σχίσμα cleft neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσμασι — σχίσμα cleft neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσμασιν — σχίσμα cleft neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσματα — σχίσμα cleft neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσματι — σχίσμα cleft neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσματος — σχίσμα cleft neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”