- σχολ-άρχης
σχολ-άρχης, ὁ, Vorsteher einer Schule.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχολ-άρχης, ὁ, Vorsteher einer Schule.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλειδάρχης — κλειδάρχης, ὁ (Α) (για τον άγιο Πέτρο) αυτός που κρατά τα κλειδιά τού παραδείσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, σχολ άρχης] … Dictionary of Greek
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
μεσώ — μεσῶ, όω, Μ μεσώνω και μεσώννω) [μέσος] νεοελλ. (μόνο σε φρ.) «μεσούντος τού μηνός», «μεσούσης τής εβδομάδας» κ.λπ. κατά τα μέσα τού μήνα, τής εβδομάδας κ.λπ. μσν. γεμίζω κάτι («ἕνα ποτήριν... καὶ μεσώννουν τὸ κρασίν», Μαχ.) μσν. αρχ. είμαι ή… … Dictionary of Greek