- προς-ανα-καλύπτω
προς-ανα-καλύπτω, noch dazu aufdecken, u. übtr., aufklären, Strab. XV.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ανα-καλύπτω, noch dazu aufdecken, u. übtr., aufklären, Strab. XV.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek