- σχηματότης
σχηματότης, ητος, ἡ, späte Form statt σχῆμα, Hermes bei Stob. ecl. I, 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχηματότης, ητος, ἡ, späte Form statt σχῆμα, Hermes bei Stob. ecl. I, 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχηματότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματότης — ητος, ἡ, Α (μτγν. τ.) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος κατά τα θηλ. σε ότης* (πρβλ. ποι ότης)] … Dictionary of Greek
σχηματότητα — σχηματότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματότητας — σχηματότης fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματότητες — σχηματότης fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)