- σχοινο-στρόφος
σχοινο-στρόφος, = σχοινιοστρόφος, Plut. de tranquill. anim. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοινο-στρόφος, = σχοινιοστρόφος, Plut. de tranquill. anim. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλωστρόφος — ο (Α καλωστρόφος) αυτός που πλέκει χοντρά σχοινιά, σχοινοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακο στρόφος, σχοινο στρόφος] … Dictionary of Greek