σχαλίς

σχαλίς

σχαλίς, ίδος, ἡ, eigtl. eine einschenklige Leiter, davon das lat. scala; gew. eine gabelförmige Stütze, eine hölzerne Gabel, die als Stütze unter aufgerichtete Netze gestellt ward, wie σταλίς; auch eine zweizinkige Hacke, Xen. Cyn. 6, 7; vgl. Poll. 5, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχαλίδας — σχαλίς forked stick used as a prop fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαλίδες — σχαλίς forked stick used as a prop fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαλίδων — σχαλίς forked stick used as a prop fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαλίσι — σχαλίς forked stick used as a prop fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχαλίδα — η / σχαλίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. είδος μονοσκελούς σκάλας η οποία αντί για σκαλοπάτια έχει μικρούς πασσάλους αρχ. διχαλωτό επίμηκες τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα για τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • αποσχαλίδωμα — ἀποσχαλίδωμα, το (Α)[σχαλίς] δικρανοειδές τεμάχιο ξύλου για να στηρίζονται τα κυνηγετικά δίχτυα …   Dictionary of Greek

  • σχαλίδωμα — ώματος, τὸ, Α διχαλωτό τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα, η σχαλίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. < σχαλίς, ίδος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

  • σχαλιδώ — όω, Α [σχαλίς, ίδος] στηρίζω τα στημένα δίχτια με σχαλίδες …   Dictionary of Greek

  • (s)kel-1 —     (s)kel 1     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Note: not reliable from kel “hit” and kel “prick” (above S. 545 f.) to separate.     Material: O.Ind. kalü ‘small part” (: Serb. pro kola “Teil eines gespaltenen… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”