σχαλίδας — σχαλίς forked stick used as a prop fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαλίδες — σχαλίς forked stick used as a prop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαλίδων — σχαλίς forked stick used as a prop fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαλίσι — σχαλίς forked stick used as a prop fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαλίδα — η / σχαλίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. είδος μονοσκελούς σκάλας η οποία αντί για σκαλοπάτια έχει μικρούς πασσάλους αρχ. διχαλωτό επίμηκες τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα για τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος… … Dictionary of Greek
αποσχαλίδωμα — ἀποσχαλίδωμα, το (Α)[σχαλίς] δικρανοειδές τεμάχιο ξύλου για να στηρίζονται τα κυνηγετικά δίχτυα … Dictionary of Greek
σχαλίδωμα — ώματος, τὸ, Α διχαλωτό τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα, η σχαλίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. < σχαλίς, ίδος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] … Dictionary of Greek
σχαλιδώ — όω, Α [σχαλίς, ίδος] στηρίζω τα στημένα δίχτια με σχαλίδες … Dictionary of Greek
(s)kel-1 — (s)kel 1 English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Note: not reliable from kel “hit” and kel “prick” (above S. 545 f.) to separate. Material: O.Ind. kalü ‘small part” (: Serb. pro kola “Teil eines gespaltenen… … Proto-Indo-European etymological dictionary