- σχιδακηδόν
σχιδακηδόν, auch σχιδακιδόν, adv., splitterartig, wie ein Splitter in die Länge gehend, bes. von Knochenbrüchen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχιδακηδόν, auch σχιδακιδόν, adv., splitterartig, wie ein Splitter in die Länge gehend, bes. von Knochenbrüchen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχιδακηδόν — splinter wise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχιδακηδόν — Α επίρρ. (ιδίως για τα οστά) όπως η σχίζα, με κατά μήκος σχίσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίδαξ, ακος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek